- περιλάλητος
- -η, -οπεριβόητος, ονομαστός, ξακουστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιλάλητος — much talked of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλάλητος — η, ο / περιλάλητος, ον, ΝΜΑ [περιλαλώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός … Dictionary of Greek
περιλάλητον — περιλάλητος much talked of masc/fem acc sg περιλάλητος much talked of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλάλητα — περιλάλητος much talked of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιβόητος — ἀμφιβόητος, ον (ΑΜ) [ἀμφιβοῶ] 1. αυτός που αντηχεί ολόγυρα 2. περιβόητος, περιλάλητος, ξακουστός … Dictionary of Greek
κοσμοξακουσμένος — η, ο αυτός που έχει ακουστεί σε όλο τον κόσμο, ένδοξος, περιλάλητος … Dictionary of Greek
περιβόητος — η, ο / περιβόητος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. περιβόατος Α [περιβοώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, που η φήμη του έχει φθάσει μακριά και τόν γνωρίζουν όλοι, περιώνυμος, περιλάλητος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «περιβόητος,… … Dictionary of Greek
περιλαλώ — έω, ΜΑ μσν. μέσ. περιλαλοῡμαι, έομαι έχω αποκτήσει μεγάλη φήμη, είμαι περιλάλητος αρχ. 1. μιλώ υπερβολικά, είμαι φλύαρος 2. μιλώ για κάτι 3. μτφ. περιγράφω 4. φρ. «περιλαλοῡσα τραγωδία» (ως σκωπτικός χαρακτηρισμός τών τραγουδιών τού Ευριπίδου)… … Dictionary of Greek
πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek